- τζυγαρίζω
- Νβλ. τσιγαρίζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τσιγαρίζω — τζυγαρίζω ΝΜ 1. τηγανίζω, καβουρντίζω, κοκκινίζω στο τηγάνι («πρέπει πρώτα να τσιγαρίσεις το κρεμμύδι και ύστερα να προσθέσεις το κρέας») 2. μτφ. βασανίζω, ταλαιπωρώ 3. φρ. «τσιγαριζόμαστε με το ζουμί μας» ζούμε φτωχικά, με πολλές στερήσεις.… … Dictionary of Greek